- χρηματισμός
- οτο να χρηματίζεται κανείς, το να παίρνει κανείς χρήματα με αθέμιτα μέσα, το να δωροδοκείται.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χρηματισμός — negotiation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματισμός — ο, ΝΜΑ [χρηματίζω, ομαι] πρόσκτηση χρημάτων με αθέμιτα μέσα μσν. 1. εποχή, χρονική περίοδος 2. προνόμιο αρχ. 1. διαχείριση δημόσιων, εμπορικών ή πολιτικών υποθέσεων 2. σύσκεψη, παροχή ακρόασης σε κάποιον και συζήτηση μαζί του («αἱ ἐντεύξεις τῶν… … Dictionary of Greek
χρηματισμοῖς — χρηματισμός negotiation masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματισμοί — χρηματισμός negotiation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματισμοῦ — χρηματισμός negotiation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματισμούς — χρηματισμός negotiation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματισμῶν — χρηματισμός negotiation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματισμῷ — χρηματισμός negotiation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρηματισμόν — χρηματισμός negotiation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αργυρισμός — ἀργυρισμός, ο (Α) [αργυρίζομαι] νεοελλ. ιατρ. η αργυρίαση* αρχ. η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός … Dictionary of Greek